безмѣрьныи — (46) пр. 1.Неизмеримый, огромный: въ дворьци прѣчюдьнѣ... бѩше свѣтъ безмѣрьныи чисть. и цвѣтове мънози различьни. Изб 1076, 269 об.; ˫ако в пучину безмѣрну славы б҃жь˫а принекне(м). ГБ XIV, 6в; оустрои. безмѣрную ту бездьну. Пал 1406, 4а; къ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ευβάστακτος — εὐβάστακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει αρχ. (για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α βάστακτος] … Dictionary of Greek
ευκολοκίνητος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να κινηθεί εύκολα, ευκίνητος 2. αυτός που μπορεί κάποιος να τόν μετακινήσει εύκολα … Dictionary of Greek
ευκολοσήκωτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο μπορεί να σηκώσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα βάρη») 2. αυτός τον οποίο μπορεί να μετακινήσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα έπιπλα») … Dictionary of Greek
ευμετακόμιστος — η, ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, ον) 1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση 2. αυτός που μπορεί να τόν μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα κομίζω] … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
μετακίνηση — η (ΑM μετακίνησις) [μετακινώ] αλλαγή θέσης, μετάθεση, μετατόπιση νεοελλ. 1. μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο 2. βιολ. η αρχική μετατόπιση τών χρωματοσωμάτων κατά τη μίτωση, με τη λήξη τής οποίας αυτά διατάσσονται σε ένα ισημερινό επίπεδο μεταξύ τών … Dictionary of Greek